- νήστειρα
- νήστειρα, ἡ (Α)νήστης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήστειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστείρης — νήστειρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστειραν — νήστειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστης — (I) νήστης, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. νήστειρα) αυτός που νηστεύει, νηστευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού νῆστις με κατάλ. της. Ο τ. νήστειρα < νήστης + επίθημα ειρα (πρβλ. λῄστ ειρα, μνήστ ειρα)]. (II) νήστης, ὁ (Α) αυτός που κλώθει, που γνέθει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek